- ἠγαλέος
- ἠγᾰλέος, α, ον, ([etym.] ἄγνυμι)A broken in pieces, Call.Fr.anon.91.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηγαλέος — ἠγαλέος, α, ον (Α) θρυμματισμένος, σπασμένος σε κομμάτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αγ αλέος < άγνυμι «σπάω» + κατάλ. αλέος (πρβλ. πειν αλέος, φρικ αλέος) το η πιθ. από μετρ. έκταση (πρβλ. ηγάθεος)] … Dictionary of Greek
ἠγαλέη — ἠγαλέος broken in pieces fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠγαλέην — ἠγαλέος broken in pieces fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)